- κρικέλλα
- η большое кольцо, звено (цепи);
§ είναι γιά την κρικέλλα — он сумасшедший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ είναι γιά την κρικέλλα — он сумасшедший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρικέλλα — η 1. μεγάλος κρίκος, χαλκάς 2. φρ. «είναι για την κρικέλλα» είναι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρικέλλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. βαρέλ α, κουτάλ α)] … Dictionary of Greek